λίστα
Προφορά
Ετυμολογία
λίστα └ιταλ┘lista
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λίστα
✦ κατάλογος ονομάτων ή πραγμάτων, ιδ. φαγητών
✦ κατάλογος βουλευτών κόμματος, από τον οποίο εκλέγονται, όχι με σταυρό προτίμησης, αλλά κατά σειρά προτεραιότητας και ανάλογα με την εκλογική δύναμη του κόμματος
✦ μαύρη λίστα (μτφρ. του αγγλικά black list) κατάλογος προσώπων που έχουν καταδικαστεί για κάτι ή θεωρείται ότι πρέπει να τιμωρηθούν ή να παρεμποδιστούν σε ορισμένες δραστηριότητές τους: περιλαμβάνεται στη μαύρη λίστα των τρομοκρατών – εξέδωσε ακάλυπτες επιταγές και μπήκε στη μαύρη λίστα των τραπεζών
✦ λίστα αναμονής, κατάλογος προσώπων που έχουν προτεραιότητα κατά τη σειρά εγγραφής τους για την παροχή υπηρεσίας, εισαγωγή σε νοσοκομείο, θέση για αεροπορικό ταξίδι κτλ.
✦ λίστα γάμου, κατάλογος, σε συγκεκριμένο κατάστημα που επιλέγουν οι μελλόνυμφοι, για τα ευχετήρια δώρα των προσκεκλημένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–