λίρα


λίρα
Προφορά

Ετυμολογία
λίρα └ιταλ┘lira

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λίρα

✦ νομισματική μονάδα διαφόρων κρατών
✦ (ειδ.) το χρυσό νόμισμα της Αγγλίας
✦ (μτφ. στη φρ.) λίρες με ουρά, αμέτρητος πλούτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.