λίπος
Προφορά
Ετυμολογία
λίπος αρχαία ελληνική λίπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λίπος
✦ εύτηκτη, παχύρρευστη ουσία του σώματος του ανθρώπου και των ζώων, κυρίως στον συνδετικό ιστό και κάτω από το δέρμα
✦ κάθε ουσία που έχει ανάλογη υφή
✦ μαγειρικό λίπος, λίπος ή έλαιο ζωικής ή φυτικής προελεύσεως που έχει υποστεί κατεργασία και χρησιμοποιείται στη μαγειρική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–