λίμπιντο


λίμπιντο
Προφορά

Ετυμολογία
λίμπιντο └λατιν┘ libido (=ηδονή)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το λίμπιντο

✦ ζωτική ορμή που αποτελεί την πρωτογενή αιτία κάθε ανθρώπινης ενέργειας και εκδηλώνεται, κυρίως, με τον ερωτισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.