λίμπερο
Προφορά
Ετυμολογία
λίμπερο └ιταλ┘libero (= ελεύθερος)
Ερμηνεία
λίμπερο
✦ άκλ. ουσ. παίκτης του ποδοσφαίρου, χωρίς μόνιμη θέση κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, που παίζει και στην άμυνα και στην επίθεση κατά τις ανάγκες του αγώνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–