λίμπα


λίμπα
Προφορά

Ετυμολογία
λίμπα └τουρκ┘limba (= είδος βάρκας)

Ερμηνεία
επίρρημα λίμπα

✦ εύχρ. στις φρ. τα έκανε λίμπα, τα έκανε άνω κάτω, τα έσπασε όλα – γίνομαι λίμπα, για πράγμ. γεμίζω ή σκεπάζομαι με νερό· κ. για πρόσ. βρέχομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.