λίκρα


λίκρα
Προφορά

Ετυμολογία
λίκρα └αγγλ┘- └γαλλ┘ lycra, εμπορ. επωνυμ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λίκρα

✦ ύφασμα από εξαιρετικά ελαστικές ίνες που χρησιμοποιείται στην κατασκευή εσωρούχων και ενδυμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.