λίθος
Προφορά
Ετυμολογία
λίθος αρχαία ελληνική λίθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λίθος
✦ πέτρα |(ιατρ.) σύγκριμα που σχηματίζεται σε διάφορα όργανα του σώματος
✦ φρ. ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, αυτός που δεν κάνει σφάλματα, ας κατηγορήσει πρώτος
✦ λυδία λίθος βλ. λ. λύδιος – φιλοσοφική λίθος, φανταστική πέτρα που επιδίωκαν ν’ ανακαλύψουν οι αλχημιστές επειδή πίστευαν ότι μ’ αυτήν θα μπορούν να μεταβάλουν όλα τα μέταλλα σε χρυσό
✦ πολύτιμοι λίθοι, ορυκτά που χρησιμοποιούνται στα κοσμήματα και τη διακόσμηση αντικειμένων – ημιπολύτιμοι λίθοι, ορυκτά με μικρότερη λάμψη και καθαρότητα από τους πολύτιμους λίθους – τεχνητοί (συνθετικοί) λίθοι, απομιμήσεις πολύτιμων λίθων
✦ καυστικός λίθος, το καυστικό κάλιο – λίθος της κολάσεως, νιτρικός άργυρος – κυανούς λίθος, ο θειικός χαλκός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–