λίθιο


λίθιο
Προφορά

Ετυμολογία
λίθιο αρχαία ελληνική λίθιον (= πετραδάκι), υποκοριστικό του λίθος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λίθιο

✦ χημικό στοιχείο που ανήκει στην ομάδα των μετάλλων των αλκαλίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.