λίζινγκ
Προφορά
Ετυμολογία
λίζινγκ └αγγλ┘leasing
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το λίζινγκ
✦ χρηματοδοτική μίσθωση, σύστημα μισθώσεως στο οποίο συμμετέχουν τρεις παράγοντες: ο παραγωγός ή κατασκευαστής αγαθού, μια χρηματοδοτική εταιρεία και ο μισθωτής· η χρηματοδοτική εταιρεία αγοράζει από τον παραγωγό αγαθά, ιδ. μηχανήματα, που τα ενοικιάζει στο μισθωτή: το λίζινγκ επιτρέπει στις επιχειρήσεις να διαθέτουν μηχανήματα της εκλογής τους, χωρίς να είναι υποχρεωμένες να συναθροίζουν τα κεφάλαια για την αγορά τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–