λήξη
Προφορά
Ετυμολογία
λήξη αρχαία ελληνική λῆξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λήξη
✦ η αφηρημένη έννοια του λήγω, το τέλος ενέργειας, γεγονότος, χρονικής περιόδου κτλ.: λήξη εργασιών – διακοπών – προθεσμίας
Συνώνυμα
πέρας, τερματισμός
Αντίθετα
αρχή, έναρξη
Επιρρήματα
–