λήθαργος


λήθαργος
Προφορά

Ετυμολογία
λήθαργος αρχαία ελληνική λήθαργος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο λήθαργος

✦ βαθύτατος και συνεχής ύπνος από τον οποίο ο πάσχων δύσκολα αφυπνίζεται και μόνο προσωρινά και προκαλείται από ορισμένες ασθένειες του νευρικού συστήματος, τραυματισμό ή φάρμακα
(μτφ. ) κατάσταση πλήρους αδράνειας: η αφύπνιση των πνευμάτων από το λήθαργο της δουλείας (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.