λέσβιος
Προφορά
Ετυμολογία
λέσβιος αρχαία ελληνική λέσβιος
Ερμηνεία
λέσβιος
✦ -ια κ. ία, -ιο επίθ. (Κ -ία, -ιον) ο από τη νήσο Λέσβο
✦ θηλ. η λεσβία ως ουσ., (βλ. λ.)
✦ λέσβιος κανών, μολύβδινος κανόνας που μπορεί να κάμπτεται χρησιμοποιούμενος για τη μέτρηση ανώμαλων επιφανειών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–