λέρα


λέρα
Προφορά

Ετυμολογία
λέρα μεσαιωνική ελληνική λέρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λέρα

✦ ρύπος, ακαθαρσία
(μτφ. ) άνθρωπος αισχρής διαγωγής

Συνώνυμα
βρόμα, βρομιά
Αντίθετα
πάστρα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.