λέκτορας
Προφορά
Ετυμολογία
λέκτορας └λατιν┘ lector
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο λέκτορας
✦ στην αρχαία Ρώμη, δούλος ή απελεύθερος επιφορτισμένος με το έργο του αναγνώστη για χάρη του κυρίου του
✦ στην καθολική εκκλησία, αναγνώστης
✦ πανεπιστημιακός δάσκαλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–