λέιζερ
Προφορά
Ετυμολογία
λέιζερ └αγγλ┘laser, από τα αρχαία ελληνική των λ. light amplification (by) stimulated emission (of) radiation (= ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας)
Ερμηνεία
λέιζερ
✦ άκλ. διάταξη παραγωγής και ενίσχυσης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σ’ αυτό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–