λάφυρο


λάφυρο
Προφορά

Ετυμολογία
λάφυρο μεταγενέστερη ελληνική λάφυρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λάφυρο

✦ κάθε κινητό πράγμα που κυριεύεται από αντίπαλο σε πόλεμο ή σε μάχη, προϊόν λείας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.