λάτρα


λάτρα
Προφορά

Ετυμολογία
λάτρα λατρεύω (υποχωρητ.)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λάτρα

✦ καθαρισμός, συγύρισμα: η δόλια έχει όλη τη λάτρα του σπιτιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.