λάσκος


λάσκος
Προφορά

Ετυμολογία
λάσκος └ιταλ┘lasco

Ερμηνεία
επίθετο┘ λάσκος -α, -ο

✦ χαλαρός
✦ φρ. αφήνω λάσκο, χαλαρώνω σκοινί κτλ. και (μτφ. για πρόσ.) χαλαρώνω την επίβλεψη κάποιου

Συνώνυμα

Αντίθετα
σφιχτός
Επιρρήματα
λάσκα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.