λάντσα
Προφορά
Ετυμολογία
λάντσα πιθ. από το λαϊκό └ιταλ┘lenza
Ερμηνεία
λάντσα
✦ μεγάλο δοχείο όπου πλένουν τα μαγειρικά σκεύη στα εστιατόρια
✦ το πλύσιμο των πιάτων, ποτηριών κτλ. της κουζίνας
✦ μικρή βάρκα για τη μεταφορά επιβατών και φορτίων από και σε πλοίο που δεν μπορεί να πιάσει λιμάνι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–