λάθος
Προφορά
Ετυμολογία
λάθος μεταγενέστερη ελληνική λάθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το λάθος
✦ σφάλμα, πλάνη, αστόχημα
✦ φρ. κατά λάθος – εκ λάθους, εκ παραδρομής, χωρίς να έχει πρόθεση κάποιος: κατά λάθος το είπα – κατά λάθος έβαλα τα χαρτιά σ’ εκείνον τον φάκελο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–