λάγγεμα


λάγγεμα
Προφορά

Ετυμολογία
λάγγεμα λαγγεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το λάγγεμα

✦ χαύνωση από ερωτικό πάθος, λίγωμα: κι άφρισμα, λάγγεμα, τρεμούλα η γυφτοπούλα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.