κώνος
Προφορά
Ετυμολογία
κώνος αρχαία ελληνική κῶνος (= καρπός πεύκου)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κώνος
✦ γεωμετρικό στερεό με κυκλική βάση και κυρτή επιφάνεια που καταλήγει σε οξεία κορυφή
✦ το κουκουνάρι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–