κώνειο
Προφορά
Ετυμολογία
κώνειο αρχαία ελληνική κώνειον (= είδος φαρμακερού φυτού)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κώνειο
✦ είδος δηλητηριώδους φυτού
✦ (συνεκδ.) το δηλητήριο που παράγεται απ’ το φυτό αυτό
✦ (μτφ. ) απογοήτευση, πίκρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–