κώμος
Προφορά
Ετυμολογία
κώμος αρχαία ελληνική κῶμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κώμος
✦ νυχτερινή έξοδος συμποσιαστών στους δρόμους με λαμπάδες, προσωπίδες, μουσικά όργανα και τραγούδια
✦ πομπή σε διονυσιακή γιορτή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–