κώμα
Προφορά
Ετυμολογία
κώμα αρχαία ελληνική κῶμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κώμα
✦ βαθύς παθολογικός ύπνος, κατάσταση ληθάργου που χαρακτηρίζεται από απώλεια συνειδήσεως, της κινητικότητας και αισθητικότητας και διατήρηση των λειτουργιών της κυκλοφορίας και αναπνοής: ο άρρωστος περιήλθε σε κώμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–