κώλος


κώλος
Προφορά

Ετυμολογία
κώλος μεσαιωνική ελληνική κῶλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κώλος

✦ ο πρωκτός
✦ οι γλουτοί, τα πισινά
✦ το μέρος των ρούχων που αντιστοιχεί στα πισινά
✦ ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κτλ., πάτος
✦ φρ. είναι κώλος και βρακί, είναι πολύ στενά συνδεδεμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.