κύρος


κύρος
Προφορά

Ετυμολογία
κύρος αρχαία ελληνική κῦρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κύρος

✦ επιβολή, βαρύτητα που οφείλεται σε προσωπική αξία, ειδικότητα ή εξωτερική θέση
✦ (νομ.) ισχύς, εγκυρότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.