κύριος
Προφορά
Ετυμολογία
κύριος αρχαία ελληνική κύριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ κύριος -ια, -ιο
✦ εξουσιαστής
✦ κάτοχος, ιδιοκτήτης
✦ σπουδαιότερος, σημαντικότερος
✦ (γραμμ.) κυριολεκτικός
✦ αρσ. ο κύριος ως ουσ., τιμητική προσωνυμία ανδρός
✦ οικοδεσπότης
✦ αφεντικό
✦ ο σύζυγος
✦ άνθρωπος σοβαρός και αξιοπρεπής
✦ Κύριος, ο Θεός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μεταφορικός
Επιρρήματα
κυρίως