κόψιμο


κόψιμο
Προφορά

Ετυμολογία
κόψιμο θ. αορ. του κόπτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κόψιμο

✦ κόψη
✦ τραύμα
✦ τρόπος ή σχήμα κοπής
✦ πόνος στα έντερα που συνοδεύεται με διάρροια
✦ αλλοίωση υλικού από κακή διατήρηση ή την πολυκαιρία: το κόψιμο του γάλατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.