κόφτω


κόφτω
Προφορά

Ετυμολογία
κόφτω – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
κόφτω

✦ ρ. βλ. κόβω
✦ φρ. κόφ’ το, σταμάτα,πάψε να μιλάς – δεν με κόφτει, δε μ’ ενδιαφέρει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.