κόφτης
Προφορά
Ετυμολογία
κόφτης κόπτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κόφτης
✦ θηλ. κόφτρα (Κ κόπτης, θηλ. κόπτρια) ειδικός τεχνίτης για την κοπή υφασμάτων
✦ θηλ. κόφτρα, γυναίκα επιτήδεια στο να αποσπά χρήματα και δώρα από τους εραστές της
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–