κόσμος
Προφορά
Ετυμολογία
κόσμος αρχαία ελληνική κόσμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κόσμος
✦ κόσμημα, στολίδι
✦ (μτφ. ) έπαινος, τιμή
✦ τάξη, αρμονία
✦ το σύμπαν, η φύση, η πλάση: όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος (Διον. Σολωμός)
✦ η γη, η οικουμένη: όλο τον κόσμο γύρισα να βρω γλυκό σταφύλι (δημ. τραγ.)
✦ φρ. έφαγα τον κόσμο να σε βρω, σε έψαχνα παντού – Νέος Κόσμος, η Αμερική και η Ωκεανία σε αντίθ. προς τον Παλαιό Κόσμο (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)
✦ η ανθρωπότητα, η κοινωνία: το χρήμα κυβερνά τον κόσμο – (παροιμ.) ο κόσμος το ‘χει τούμπανο και μεις κρυφό καμάρι (για πράγματα που ενώ είναι πασίγνωστα, οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να κρατήσουν μυστικά) – για τα μάτια του κόσμου, για το θεαθήναι
✦ η γεν. με άρθρο ως προσδιορισμός πράγματος που υπάρχει σε αφθονία: κάναμε του κόσμου τα γέλια – του κόσμου τα καλά, όλα τα καλά, ό,τι μπορεί να επιθυμήσει κανείς
✦ κοινωνική ή επαγγελματική τάξη: επιχ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–