κόρωμα


κόρωμα
Προφορά

Ετυμολογία
κόρωμα κορώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κόρωμα

✦ πυράκτωση
✦ έξαψη: όταν η αρρώστια ήτανε στο κόρωμά της, τα συλλοϊκά του ανθρώπου καπνίζαν (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.