κόρφος


κόρφος
Προφορά

Ετυμολογία
κόρφος μεσαιωνική ελληνική κόρφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κόρφος

✦ κόλπος θάλασσας
✦ το στήθος: η κοπελιά το λούλουδο στον κόρφο της ταιριάζει (Β. Ρώτας)
✦ πληθ. κόρφοι, οι μαστοί της γυναίκας: να με κοιμίζει με φιλιά στους δροσερούς της κόρφους (Κ. Κρυστάλλης)
✦ φρ. ούτε ψύλλος στον κόρφο του, κανείς δεν θα επιθυμούσε να είναι στη θέση του – ζέστανε φίδι στον κόρφο του, βοήθησε, περιέθαλψε αγνώμονα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.