κόρυζα


κόρυζα
Προφορά

Ετυμολογία
κόρυζα αρχαία ελληνική κόρυζα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κόρυζα

✦ το συνάχι
✦ μολυσματική αρρώστια των βοδιών
✦ αρρώστια των πουλερικών κατά την οποία παρατηρείται δυσκολία στην κατάποση και την εκβολή φωνής
✦ φρ. βγάζω κόρυζα, διψώ υπερβολικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.