κόρνα


κόρνα
Προφορά

Ετυμολογία
κόρνα └ιταλ┘corna, πληθ. του corno

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κόρνα

✦ ηχητικό όργανο των αυτοκινήτων, κλάξον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.