κόρη


κόρη
Προφορά

Ετυμολογία
κόρη αρχαία ελληνική κόρη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κόρη

✦ κορίτσι, θυγατέρα
✦ παρθένα
✦ ανύπαντρη γυναίκα
✦ (ανατομ.) οπή της ίριδας του ματιού
✦ φρ. ως κόρην οφθαλμού, με μεγάλη προσοχή, ως το πολυτιμότερο πράγμα
✦ (αρχαιολ.) άγαλμα όρθιας, ενδεδυμένης γυναικείας μορφής της αρχαϊκής περιόδου της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.