κόρακας
Προφορά
Ετυμολογία
κόρακας μεσαιωνική ελληνική κόρακας
Ερμηνεία
κόρακας
✦ (Κ κόραξ, -ακος) πουλί σαρκοφάγο με μαύρο φτέρωμα: όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι (παροιμ.) – τα ολόπυκνα μακριά μαλλιά, μαύρο φτερό κοράκου (Μ. Σγούρος)
✦ φρ. στον κόρακα (αρχαία ελληνική ες κόρακας), ως κατάρα, στο διάβολο – παροιμ. κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, για να δηλωθεί η αλληλεγγύη που υπάρχει μεταξύ ομοφρόνων ή προσώπων του ίδι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–