κόρα


κόρα
Προφορά

Ετυμολογία
κόρα └σλαβ┘ kora

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κόρα

✦ η σκληρή επιφάνεια μαλακής ύλης: κόρα του ψωμιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.