κόπωση
Προφορά
Ετυμολογία
κόπωση μεταγενέστερη ελληνική κόπωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κόπωση
✦ καταπόνηση, κούραση: βαθιά κόπωση κορμιού και ψυχής (Μ. Καραγάτσης) – στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη (Κ. Καβάφης)
✦ (τεχνολ.) αλλοίωση των ιδιοτήτων υλικού εξαιτίας επανειλημμένων μηχανικών καταπονήσεων: η κόπωση των μετάλλων του αεροσκάφους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–