κόπτω


κόπτω
Προφορά

Ετυμολογία
κόπτω αρχαία ελληνική κόπτω

Ερμηνεία
ρήμα κόπτω

✦ βλ. κόβω
✦ (μέσ.) κόπτομαι, υποβάλλομαι σε κάθε θυσία, υποβάλλομαι σε υπερβολικούς κόπους
✦ ενδιαφέρομαι για κάποιον ή κάτι: όλα τα κόμματα κόπτονται υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.