κόπια


κόπια
Προφορά

Ετυμολογία
κόπια πληθ. του κόπος (ο)

Ερμηνεία
κόπια

✦ ουσ. οι κόποι, τα αποτελέσματα του μόχθου, της εργασίας
✦ η αμοιβή του εργασιακού μόχθου: κάποιος πρέπει να του πληρώσει τα κόπια του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.