κόλπο


κόλπο
Προφορά

Ετυμολογία
κόλπο └ιταλ┘colpo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κόλπο

✦ τέχνασμα
✦ απάτη
✦ φρ. κάνει κόλπα, προσπαθεί να αθετήσει υποσχέσεις

Συνώνυμα
κομπίνα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.