κόλλυβα
Προφορά
Ετυμολογία
κόλλυβα αρχαία ελληνική κόλλυβα (= μικρά νομίσματα και μικρά στρογγυλά γλυκίσματα)
Ερμηνεία
κόλλυβα
✦ ουσ. βρασμένο σιτάρι με ζάχαρη, που μοιράζεται στα μνημόσυνα για μακαρισμό των νεκρών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–