κόκορας
Προφορά
Ετυμολογία
κόκορας ηχοποίητη λέξη από τη φωνή κο κο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κόκορας
✦ πετεινός
✦ ο επικρουστήρας των πυροβόλων όπλων
✦ φρ. κάνει τον κόκορα, φέρεται προκλητικά, νταηλίδικα – τα φόρτωσε στον κόκορα, τεμπέλιασε, αδιαφόρησε – κοκόρου γνώση ανοησία, ακρισία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–