κόκκος
Προφορά
Ετυμολογία
κόκκος αρχαία ελληνική κόκκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κόκκος
✦ καρπός με ελάχιστο μέγεθος, σπυρί
✦ πυρήνας καρπού ή σπόρος, κουκούτσι
✦ κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος
✦ (μτφ. ) ελάχιστη ποσότητα: κόκκος μυελού – συνειδήσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–