κόκκινος
Προφορά
Ετυμολογία
κόκκινος μεταγενέστερη ελληνική κόκκινος
Ερμηνεία
κόκκινος
✦ -ινη, -ινο επίθ. (Κ -ίνη, -ινον) που έχει το χρώμα του νωπού αίματος, ερυθρός, πορφυρός
✦ για μάτια, που έχουν κοκκινίσει από κλάμα, αϋπνία ή έχουν ερεθιστεί από ουσίες του περιβάλλοντος
✦ για πρόσωπο, που έχει αναψοκοκκινίσει από θυμό ή παρουσιάζει κοκκινωπό χρώμα από ντροπή κτλ.
✦ κομουνιστής ή κομουνιστικός: κόκκινος στρατός
✦ κόκκινη κάρτα, κάρτα που δείχνει ο διαιτητής ποδοσφαιρικού αγώνα σε παίκτη και σημαίνει την αποβολή του από τον αγώνα· κ. μτφ. για να επισημανθεί σοβαρό λάθος σε κάποιον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–