κόγχη
Προφορά
Ετυμολογία
κόγχη αρχαία ελληνική κόγχη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κόγχη
✦ κοχύλι, όστρακο
✦ (ανατομ.) υποστρόγγυλη κοιλότητα οστού ή οργάνου του σώματος: ρινική κόγχη – οφθαλμική κόγχη
✦ (αρχιτ.) κοίλωμα σε τοίχο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–