κωπηλάτης


κωπηλάτης
Προφορά

Ετυμολογία
κωπηλάτης αρχαία ελληνική κωπηλάτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κωπηλάτης

✦ θηλ. κωπηλάτισσα αυτός που τραβάει κουπί
✦ αθλητής της κωπηλασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.